μεγαλόπνευστος — μεγαλόπνευστος, η, ο και μεγαλόπνοος, η, ο 1. αυτός που έχει μεγάλες, υψηλές εμπνεύσεις: Ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος υπήρξε μεγαλόπνευστος ζωγράφος. 2. το έργο που προέκυψε από μεγάλη έμπνευση: Τα μεγαλόπνευστα ποιήματα του Ελύτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαυιτικός — και δαυιδικός, ή, ό (AM δαυιτικός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προφητάνακτα Δαυίδ 2. ανάλογος στο μεγαλείο με τους ψαλμούς τού Δαυίδ, μεγαλόπνευστος («δαυιδική έμπνευση») II. επίρρ. δαυιτικῶς (AM) κατά τον τρόπο τού Δαυίδ,… … Dictionary of Greek
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek
μεγαλόψυχος — η, ο (ΑM μεγαλόψυχος, ον) αυτός που έχει μεγάλη, ευγενική ψυχή, γενναιόψυχος, μεγαλόκαρδος, ανδρείος («ἦν μεγαλόψυχος, γενναῑος, τολμητίας», Βί. Αλεξ.) νεοελλ. εμπνευσμένος, μεγαλόπνευστος νεοελλ. μσν. συνεκδ. 1. ανεκτικός, μακρόθυμος 2.… … Dictionary of Greek