μεγαλόπνευστος

μεγαλόπνευστος
-η, -ο
1. αυτός που έχει υψηλές εμπνεύσεις
2. (για έργο) αυτός που προέρχεται από μεγάλη έμπνευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + πνευστός (< πνέω), πρβλ. θεό-πνευστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεγαλόπνευστος — μεγαλόπνευστος, η, ο και μεγαλόπνοος, η, ο 1. αυτός που έχει μεγάλες, υψηλές εμπνεύσεις: Ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος υπήρξε μεγαλόπνευστος ζωγράφος. 2. το έργο που προέκυψε από μεγάλη έμπνευση: Τα μεγαλόπνευστα ποιήματα του Ελύτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δαυιτικός — και δαυιδικός, ή, ό (AM δαυιτικός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προφητάνακτα Δαυίδ 2. ανάλογος στο μεγαλείο με τους ψαλμούς τού Δαυίδ, μεγαλόπνευστος («δαυιδική έμπνευση») II. επίρρ. δαυιτικῶς (AM) κατά τον τρόπο τού Δαυίδ,… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόψυχος — η, ο (ΑM μεγαλόψυχος, ον) αυτός που έχει μεγάλη, ευγενική ψυχή, γενναιόψυχος, μεγαλόκαρδος, ανδρείος («ἦν μεγαλόψυχος, γενναῑος, τολμητίας», Βί. Αλεξ.) νεοελλ. εμπνευσμένος, μεγαλόπνευστος νεοελλ. μσν. συνεκδ. 1. ανεκτικός, μακρόθυμος 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”